Δομική η κρίση της ελαιοκομίας
Μόνο μια πολιτική εξαγωγών ποιότητας μπορεί να δώσει διέξοδο στην ελληνική ελαιοκομία.
Τα τελευταία τέσσερα χρόνια κάθε φορά πουαρχίζει η συγκομιδή της ελιάς όλοι ανακαλύπτουν με έκπληξη το ευνόητο: οι τιμές του λαδιού και τούτη την χρονιά σε επίπεδα που δεν καλύπτουν το κόστος, ακόμη κι αν λογαριάσουμε μαζί και τις επιδοτήσεις. Κι αρχίζει τότε ο χορός των ερωτήσεων στον υπουργό και τα αναθέματα στα μονοπώλια. Κι ο κάθε υπουργός αναμασάει μερικά συνθήματα ενώ στην πράξη ασχολείται με το πώς θα ανανεώσει στου κασίδη το κεφάλι, το σύστημα εξουσίας με σκοπό την διαιώνισή του. Και φτου κι απ’ την αρχή!
Μα επί τέλους πότε θα πούμε στους παραγωγούς την αλήθεια και πότε θα καθίσουμε να επεξεργαστούμε μια ελαιοκομική πολιτική για την επίζηση της ελληνικής ελαιοκομίας που τόσο σημαντικό ρόλο έχει στην ελληνική οικονομία (το 17% του αγροτικού ακαθάριστου προϊόντος);
Πότε θα πούμε στους παραγωγούς ότι η κρίση της ελαιοκομίας είναι δομική, είναι αποτέλεσμα της υπερπαραγωγής σε ευρωπαϊκό κα παγκόσμιο επίπεδο. Αποτέλεσμα, στην Ευρώπη, της διεύρυνσής της και της εντατικοποίησης ιδιαίτερα της ισπανικής παραγωγής και στον υπόλοιπο κόσμο η συνεχής είσοδος καινούργιων χωρών στην ελαιοκομία. Οι εκτιμήσεις λένε ότι τα επόμενα χρόνια η ισπανική παραγωγή μπορεί να φτάσει το 1.800.000 τόνους, μ’ άλλα λόγια να τριπλασιαστεί σε σχέση με την δεκαετία του’90. Κι αυτό ενώ η αύξηση της παγκόσμιας κατανάλωσης δεν είναι σε θέση να απορροφήσει τα ευρωπαϊκά πλεονάσματα που ξεπέρασαν κατά πολύ, κατά την ελαιοκομική περίοδο 2010-2011, τους 500.000 τόνους, δύο φορές σχεδόν την ελληνική παραγωγή. Ενώ τα ελληνικά πλεονάσματα όλο και περισσότερο βρίσκουν δυσκολία να τοποθετηθούν στις εξωτερικές αγορές είτε χύμα είτε εμφιαλωμένα. Κι αυτό στην πράξη σημαίνει καθήλωση των τιμών και για τα ερχόμενα χρόνια, εκτός απροόπτων.
Από αυτή την διαπίστωση πρέπει να ξεκινήσουμε για το χτίσιμο μιας νέας ελαιοκομικής και ελαιουργικής πολιτικής. Δεν είναι ποτέ αργά! Οι πιο ευνοϊκές συνθήκες για την γέννηση του νέου είναι οι στιγμές της κρίσης είτε αυτή είναι κρίση ενός οικονομικού τομέα είτε γενική σαν αυτή που αντιμετωπίζει η Ελλάδα σήμερα.
Η εναλλακτική λύση είναι το πισωγύρισμα και η καταστροφή!
Είναι γνωστό ότι το πρώτο πρόβλημα της ελληνικής ελαιοκομίας, πριν κι από την διαρθρωτική ανανέωση της παραγωγής, είναι η τοποθέτηση των πλεονασμάτων. Η τοποθέτησή τους χύμα στις εξωτερικές αγορές βρίσκεται στο τέλος της ακόμη κι αν οι τιμές τους πλησιάσουν περισσότερο με εκείνες των ισπανικών, δηλαδή κάτω από τα 2 €/kg. Δεν μας μένει λοιπόν παρά η αναζήτηση τοποθέτησής τους κατευθείαν στην διεθνή κατανάλωση γιατί η εσωτερική κατανάλωση, καίτοι έχει ακόμη περιθώρια, δεν αρκεί λόγω του ύψους της. Αυτό σημαίνει όμως ότι πρέπει να περάσουμε ανάμεσα στις συμπληγάδες πέτρες των ισπανικών τιμών και του ιταλικού δυναμικού εμπορίας βασισμένου στο made in Ιtaly.
Εδώ είναι το δίλημμα. Ο ανταγωνισμός με τους Ισπανούς σημαίνει περαιτέρω καθήλωση των τιμών στην παραγωγή. Ανταγωνισμός που προορίζεται σε αποτυχία γιατί οι έλληνες παραγωγοί, λόγω των αντικειμενικών και υποκειμενικών αδυναμιών, έχουν υψηλότερο κόστος παραγωγής.
Δεν μας μένει παρά να ποντάρουμε στην ποιότητα. Να ποντάρουμε στην δημιουργία του made in Greece, τουλάχιστον στον ελαιοκομικό τομέα, με μια πολιτική της ποιότητας κατά μήκος ολόκληρης της αγροτοβιομηχανικής αλυσίδας συνοδευόμενη από μια νέα βιομηχανική πολιτική στην ελαιουργία.
Κι αυτό σημαίνει πρώτα απ’ όλα αντίσταση στην ομογενοποίηση της ποιότητας σε χαμηλά ποιοτικά επίπεδα στην εσωτερική κατανάλωση με βάση την οποία αναπτύσσονται οι ελαιουργικές επιχειρήσεις. Ο ελαιουργικός ιστός πρέπει να αναπτυχθεί με βάση μια εσωτερική κατανάλωση υψηλού ποιοτικού επιπέδου. Οι Ελληνες καταναλωτές έχουν υψηλές ικανότητες επιλογής της ποιότητας, περισσότερο κι από τους Ιταλούς κι ως εκ τούτου κι από τους Ισπανούς. Οι ικανότητες αυτές θέλουν υποστήριξη και προώθηση από ένα σοβαρό σύστημα ελέγχου του προϊόντος στην παραγωγή και στην κατανάλωση. Χωρίς κατανάλωση ποιότητας δεν αναπτύσσεται βιομηχανία ποιότητας Με τους λαϊκισμούς δεν είναι επιτεύξιμη μια τέτοια πολιτική. Με το εφέτ και το εφί θα μας πετάξει το πουλί. Ο τομέας του λαδιού έχε ανάγκη από ένα δικτυωμένο, στο χώρο όχι στην Αθήνα, σύστημα ελέγχου.
Στην ανάπτυξη της ποιότητας στην παραγωγή και στην κατανάλωση μπορούν να παίξουν ένα σημαντικό ρόλο τα ελαιόλαδα ΠΟΠ-ΠΓΕ με μια σοβαρή πολιτική και την συμμετοχή της αγροτοβιομηχανικής αλυσίδας. Ξεπερνώντας τις μυωπικές αντιλήψεις κάλυψης λαϊκιστικών πολιτικών σε βάρος των καταναλωτών. Μια σωστή οργάνωση και λειτουργία των ΠΟΠ-ΠΓΕ μπορούν να παίξουν τον ρόλο σχολής για την πιο πλατιά διοργάνωση της αγροτοβιομηχανικής αλυσίδας του ελαιολάδου ποιότητας.
Είναι αυταπάτη ότι με την υπερσυγκέντρωση της προσφοράς στην εσωτερική κατανάλωση, όπου δυο μόνο επιχειρήσεις διαχειρίζονται πάνω από το 60% της προσφοράς και οι ιδιωτικές ετικέτες το άλλο 20%, θα αναπτυχθεί η ποιότητα και το εξαγωγικό δυναμικό του τομέα. Αν ήταν έτσι γιατί δεν διοχέτευσαν στις εξωτερικές αγορές άλλες τόσες ποσότητες λαδιού όσες εμπορεύονται στην Ελλάδα; Ο ελαιοκομικός τομέας έχει τουναντίον ανάγκη από την ανάπτυξη του ανταγωνισμού για να ανδρώσει ένα βιομηχανικό ιστό με στόχο τις εξαγωγές ποιότητας.
Οι εκατοντάδες επιχειρήσεις τυποποίησης έχουν ανάγκη από την εσωτερική αγορά για να κολυμπήσουν, να εξασκηθούν και να επιλεχθούν. Και δεν είναι κατανοητό ότι αυτό μπορεί να γίνει ξεκινώντας από το διαθέσιμο 20% (δηλαδή γύρω τους 10.000 τόνους) της κατανάλωσης ενώ το άλλο 1/3 της συνολικής κατανάλωσης (περίπου 30.000 τόνοι) τροφοδοτείται με λάδι χύμα παράνομα κατά τους ευρωπαϊκούς κανονισμούς.Δεν είναι εξίσου κατανοητή η δημιουργία ενός συστήματος διείσδυσης στις διεθνείς αγορές χωρίς κατάλληλα και αποτελεσματικά προγράμματα προώθησης του λαδιού μας στις αγορές αυτές.
Στην Ισπανία το ένα τρίτο εξόδων για αυτά τα προγράμματα προέρχεται από την ΕΕ, ένα τρίτο από το κράτος κι ένα τρίτο από τους παραγωγούς και τους βιομηχάνους. Αυτό όμως απαιτεί αξιόπιστους οργανισμούς διαχείρισης των κονδυλίων.
Περνάει λοιπόν κι από την δημιουργία αξιοπιστίας το χτίσιμο μιας σύγχρονης ελαιουργικής πολιτικής.
Θανάσης Μαυρούλης
ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ 12.12.2011
Μόνο μια πολιτική εξαγωγών ποιότητας μπορεί να δώσει διέξοδο στην ελληνική ελαιοκομία.
Τα τελευταία τέσσερα χρόνια κάθε φορά πουαρχίζει η συγκομιδή της ελιάς όλοι ανακαλύπτουν με έκπληξη το ευνόητο: οι τιμές του λαδιού και τούτη την χρονιά σε επίπεδα που δεν καλύπτουν το κόστος, ακόμη κι αν λογαριάσουμε μαζί και τις επιδοτήσεις. Κι αρχίζει τότε ο χορός των ερωτήσεων στον υπουργό και τα αναθέματα στα μονοπώλια. Κι ο κάθε υπουργός αναμασάει μερικά συνθήματα ενώ στην πράξη ασχολείται με το πώς θα ανανεώσει στου κασίδη το κεφάλι, το σύστημα εξουσίας με σκοπό την διαιώνισή του. Και φτου κι απ’ την αρχή!
Μα επί τέλους πότε θα πούμε στους παραγωγούς την αλήθεια και πότε θα καθίσουμε να επεξεργαστούμε μια ελαιοκομική πολιτική για την επίζηση της ελληνικής ελαιοκομίας που τόσο σημαντικό ρόλο έχει στην ελληνική οικονομία (το 17% του αγροτικού ακαθάριστου προϊόντος);
Πότε θα πούμε στους παραγωγούς ότι η κρίση της ελαιοκομίας είναι δομική, είναι αποτέλεσμα της υπερπαραγωγής σε ευρωπαϊκό κα παγκόσμιο επίπεδο. Αποτέλεσμα, στην Ευρώπη, της διεύρυνσής της και της εντατικοποίησης ιδιαίτερα της ισπανικής παραγωγής και στον υπόλοιπο κόσμο η συνεχής είσοδος καινούργιων χωρών στην ελαιοκομία. Οι εκτιμήσεις λένε ότι τα επόμενα χρόνια η ισπανική παραγωγή μπορεί να φτάσει το 1.800.000 τόνους, μ’ άλλα λόγια να τριπλασιαστεί σε σχέση με την δεκαετία του’90. Κι αυτό ενώ η αύξηση της παγκόσμιας κατανάλωσης δεν είναι σε θέση να απορροφήσει τα ευρωπαϊκά πλεονάσματα που ξεπέρασαν κατά πολύ, κατά την ελαιοκομική περίοδο 2010-2011, τους 500.000 τόνους, δύο φορές σχεδόν την ελληνική παραγωγή. Ενώ τα ελληνικά πλεονάσματα όλο και περισσότερο βρίσκουν δυσκολία να τοποθετηθούν στις εξωτερικές αγορές είτε χύμα είτε εμφιαλωμένα. Κι αυτό στην πράξη σημαίνει καθήλωση των τιμών και για τα ερχόμενα χρόνια, εκτός απροόπτων.
Από αυτή την διαπίστωση πρέπει να ξεκινήσουμε για το χτίσιμο μιας νέας ελαιοκομικής και ελαιουργικής πολιτικής. Δεν είναι ποτέ αργά! Οι πιο ευνοϊκές συνθήκες για την γέννηση του νέου είναι οι στιγμές της κρίσης είτε αυτή είναι κρίση ενός οικονομικού τομέα είτε γενική σαν αυτή που αντιμετωπίζει η Ελλάδα σήμερα.
Η εναλλακτική λύση είναι το πισωγύρισμα και η καταστροφή!
Είναι γνωστό ότι το πρώτο πρόβλημα της ελληνικής ελαιοκομίας, πριν κι από την διαρθρωτική ανανέωση της παραγωγής, είναι η τοποθέτηση των πλεονασμάτων. Η τοποθέτησή τους χύμα στις εξωτερικές αγορές βρίσκεται στο τέλος της ακόμη κι αν οι τιμές τους πλησιάσουν περισσότερο με εκείνες των ισπανικών, δηλαδή κάτω από τα 2 €/kg. Δεν μας μένει λοιπόν παρά η αναζήτηση τοποθέτησής τους κατευθείαν στην διεθνή κατανάλωση γιατί η εσωτερική κατανάλωση, καίτοι έχει ακόμη περιθώρια, δεν αρκεί λόγω του ύψους της. Αυτό σημαίνει όμως ότι πρέπει να περάσουμε ανάμεσα στις συμπληγάδες πέτρες των ισπανικών τιμών και του ιταλικού δυναμικού εμπορίας βασισμένου στο made in Ιtaly.
Εδώ είναι το δίλημμα. Ο ανταγωνισμός με τους Ισπανούς σημαίνει περαιτέρω καθήλωση των τιμών στην παραγωγή. Ανταγωνισμός που προορίζεται σε αποτυχία γιατί οι έλληνες παραγωγοί, λόγω των αντικειμενικών και υποκειμενικών αδυναμιών, έχουν υψηλότερο κόστος παραγωγής.
Δεν μας μένει παρά να ποντάρουμε στην ποιότητα. Να ποντάρουμε στην δημιουργία του made in Greece, τουλάχιστον στον ελαιοκομικό τομέα, με μια πολιτική της ποιότητας κατά μήκος ολόκληρης της αγροτοβιομηχανικής αλυσίδας συνοδευόμενη από μια νέα βιομηχανική πολιτική στην ελαιουργία.
Κι αυτό σημαίνει πρώτα απ’ όλα αντίσταση στην ομογενοποίηση της ποιότητας σε χαμηλά ποιοτικά επίπεδα στην εσωτερική κατανάλωση με βάση την οποία αναπτύσσονται οι ελαιουργικές επιχειρήσεις. Ο ελαιουργικός ιστός πρέπει να αναπτυχθεί με βάση μια εσωτερική κατανάλωση υψηλού ποιοτικού επιπέδου. Οι Ελληνες καταναλωτές έχουν υψηλές ικανότητες επιλογής της ποιότητας, περισσότερο κι από τους Ιταλούς κι ως εκ τούτου κι από τους Ισπανούς. Οι ικανότητες αυτές θέλουν υποστήριξη και προώθηση από ένα σοβαρό σύστημα ελέγχου του προϊόντος στην παραγωγή και στην κατανάλωση. Χωρίς κατανάλωση ποιότητας δεν αναπτύσσεται βιομηχανία ποιότητας Με τους λαϊκισμούς δεν είναι επιτεύξιμη μια τέτοια πολιτική. Με το εφέτ και το εφί θα μας πετάξει το πουλί. Ο τομέας του λαδιού έχε ανάγκη από ένα δικτυωμένο, στο χώρο όχι στην Αθήνα, σύστημα ελέγχου.
Στην ανάπτυξη της ποιότητας στην παραγωγή και στην κατανάλωση μπορούν να παίξουν ένα σημαντικό ρόλο τα ελαιόλαδα ΠΟΠ-ΠΓΕ με μια σοβαρή πολιτική και την συμμετοχή της αγροτοβιομηχανικής αλυσίδας. Ξεπερνώντας τις μυωπικές αντιλήψεις κάλυψης λαϊκιστικών πολιτικών σε βάρος των καταναλωτών. Μια σωστή οργάνωση και λειτουργία των ΠΟΠ-ΠΓΕ μπορούν να παίξουν τον ρόλο σχολής για την πιο πλατιά διοργάνωση της αγροτοβιομηχανικής αλυσίδας του ελαιολάδου ποιότητας.
Είναι αυταπάτη ότι με την υπερσυγκέντρωση της προσφοράς στην εσωτερική κατανάλωση, όπου δυο μόνο επιχειρήσεις διαχειρίζονται πάνω από το 60% της προσφοράς και οι ιδιωτικές ετικέτες το άλλο 20%, θα αναπτυχθεί η ποιότητα και το εξαγωγικό δυναμικό του τομέα. Αν ήταν έτσι γιατί δεν διοχέτευσαν στις εξωτερικές αγορές άλλες τόσες ποσότητες λαδιού όσες εμπορεύονται στην Ελλάδα; Ο ελαιοκομικός τομέας έχει τουναντίον ανάγκη από την ανάπτυξη του ανταγωνισμού για να ανδρώσει ένα βιομηχανικό ιστό με στόχο τις εξαγωγές ποιότητας.
Οι εκατοντάδες επιχειρήσεις τυποποίησης έχουν ανάγκη από την εσωτερική αγορά για να κολυμπήσουν, να εξασκηθούν και να επιλεχθούν. Και δεν είναι κατανοητό ότι αυτό μπορεί να γίνει ξεκινώντας από το διαθέσιμο 20% (δηλαδή γύρω τους 10.000 τόνους) της κατανάλωσης ενώ το άλλο 1/3 της συνολικής κατανάλωσης (περίπου 30.000 τόνοι) τροφοδοτείται με λάδι χύμα παράνομα κατά τους ευρωπαϊκούς κανονισμούς.Δεν είναι εξίσου κατανοητή η δημιουργία ενός συστήματος διείσδυσης στις διεθνείς αγορές χωρίς κατάλληλα και αποτελεσματικά προγράμματα προώθησης του λαδιού μας στις αγορές αυτές.
Στην Ισπανία το ένα τρίτο εξόδων για αυτά τα προγράμματα προέρχεται από την ΕΕ, ένα τρίτο από το κράτος κι ένα τρίτο από τους παραγωγούς και τους βιομηχάνους. Αυτό όμως απαιτεί αξιόπιστους οργανισμούς διαχείρισης των κονδυλίων.
Περνάει λοιπόν κι από την δημιουργία αξιοπιστίας το χτίσιμο μιας σύγχρονης ελαιουργικής πολιτικής.
Θανάσης Μαυρούλης
ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ 12.12.2011